- ὀλιγοτρόφοισι
- ὀλιγότροφοςgiving little nourishmentmasc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοτρόφος — ὀλιγοτρόφος, ον (Α) αυτός που παρέχει λίγη τροφή («διαιτήμασι ὀλιγοτρόφοισι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek